κρεατόπιτα

κρεατόπιτα
η
πίτα με μικρά κομμάτια κρέατος, ρύζι και μυρωδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρε[ο]-) + πίτα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κρεατόπιτα — η πίτα από φύλλα ζυμαριού και κιμά κρέατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρε(ο)- — και κρεατ(ο) (AM κρε[ο] και κρεω , Α και κρεα και κρεη και κρειο ) α συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής που ανάγεται στη λ. κρέας και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είτε αναφέρεται στο κρέας (κρεωνομώ, κρεωβορία) είτε… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • πίτα — η 1. άζυμο ψωμί, αλλιώς λαγάνα. 2. είδος ζυμαρικού από φύλλα ζύμης κι άλλα υλικά (τυρί, κρέας, σπανάκι κτλ.), τυρόπιτα, κρεατόπιτα, σπανακόπιτα κ.ά.: Από πίτα που δεν τρως τι σε μέλει κι αν καεί; (παροιμ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”